«Στον πόλεμο εκείνον, όλοι έδωσαν τη ζωή τους, τα μάτια τους, τα πόδια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου που, καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα γιατί αυτά με έκαναν Βέμπο». Με αυτά τα λόγια, η Σοφία Βέμπο, σύμβολο του αγώνα ενός ολόκληρου έθνους, καθόρισε τη θέση της στην ιστορία. Η Βέμπο γνώριζε ότι δεν είχε πληρώσει το τίμημα του θριάμβου με αίμα, αλλά ήξερε επίσης τη δύναμη που έχει μια οικεία και εμψυχωτική φωνή σε δύσκολους καιρούς.
Γεννημένη στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου 1910, η Σοφία Μπέμπου, κόρη καπνεργάτη, έγινε πρόσφυγας από μικρή. Εγκαταστάθηκε το 1912 στην Κωνσταντινούπολη, αλλά επέστρεψε στην πατρίδα δύο χρόνια μετά, σε μια Ελλάδα που ήταν πεπρωμένο να την αποθεώσει. Στην αγορά εργασίας, η Σοφία Βέμπο εργάστηκε ως ταμίας σε ζαχαροπλαστείο και μια μέρα, με μια φίλη της, επισκέφθηκαν ένα θέατρο. Εκεί, αγόρασε μια κιθάρα και άρχισε να τραγουδά.
Μετά την πρόσκληση να εργαστεί στο μεγάλο κοσμικό κέντρο «Αστόρια», ξεκίνησε μια καριέρα που θα την καθόριζε. Πριν από τον πόλεμο, η Βέμπο υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia και τραγούδησε διάφορα κομμάτια που έγιναν επιτυχίες. Ανάμεσα σε αυτά ήταν τα «Τσιγγάνα», «Μη με ρωτάτε», «Η Ψαροπούλα», και στη συνέχεια, προχώρησε σε ερμηνείες δημοτικών τραγουδιών που αποθεώθηκαν από το κοινό.
Όταν η Ελλάδα μπήκε σε πόλεμο, η Βέμπο βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της αντίστασης. Η φωνή της αναδείχθηκε ως σύμβολο του ηρωισμού και της ελπίδας. Στις παραστάσεις της στο Μοντρεάλ, συνδύασε μουσική και πατριωτισμό, προσφέροντας τα έσοδα για την υποστήριξη του στρατού. Οι νίκες του ελληνικού λαού γίνονταν η δύναμη της Σοφίας Βέμπο, μια φωνή που παρέμεινε ζωντανή από τότε μέχρι σήμερα.
Ακόμα και όταν οι συνθήκες έγιναν δύσκολες, η Βέμπο δεν πτοήθηκε. Αφού δέχτηκε μια απειλή και διάφορες επιθέσεις, αντέτεινε με θάρρος ότι θα συνέχιζε να τραγουδά από το ραδιόφωνο. Όμως, το 1941, οι ιταλικές αρχές της απαγόρευσαν να εμφανίζεται δημόσια και ακολούθησε η φυλάκισή της. Μετά την αποφυλάκιση, φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνεισέφερε στα έσοδά της για τον ελληνικό στρατό.
Η Βέμπο υπήρξε μία από τις πιο δημοφιλείς καλλιτέχνιδες της εποχής της και οι ερμηνείες της συνδέθηκαν άρρηκτα με το έπος του ’40. Ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου, η Βέμπο συνέχισε να παραμένει στη πολιτιστική σκακιέρα της Ελλάδας, ανεβάζοντας επιθεωρήσεις και αγωνιζόμενη για τη διατήρηση της παράδοσης και του λαϊκού τραγουδιού.
Πεθαίνοντας στις 11 Μαρτίου 1978, η κηδεία της αποτέλεσε ένα πάνδημο συλλαλητήριο ενός ολόκληρου λαού. Είχε αποβάλει από τη δική της καλλιτεχνική παραγωγή ώς το 1970, όμως παρέμεινε ζωντανή στην μνήμη των Ελλήνων, υπογραμμίζοντας τη συνεισφορά της στον πόλεμο και τον πολιτισμό της χώρας.
Η Βέμπο άφησε πίσω της μια κληρονομιά που ανήκει σε έναν ολόκληρο λαό, και η μνήμη της συνεχίζει να ζει μέσα από τα τραγούδια της και την ιστορία της. Πηγή: tanea.gr